- ενδοαγγειακός
- η , ό[ν] мед. внутрисосудистый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενδοαγγειακός — ή, ό αυτός που βρίσκεται ή παρατηρείται μέσα στα αγγεία τού σώματος … Dictionary of Greek